Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ισορροπία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 equili`brio ~m~ έχασα την ισορροπία μoυ == ho perso l'equilibrio
2 (fig) serenità ~f~, equili`brio διαταράχτηκε η ψυχική του ισορροπία == il suo equilibrio psichico è stato turbato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ισορροπητικός ισορροπιστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---