Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ισοπέδωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 livellame`nto ~m~, pareggiame`nto ~m~
2 (fig) livellame`nto κοινωνική ισoπέδωση == livellamento sociale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ισοπεδώνω Ισοπεδωτής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---