Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόισοπεδώνομαι
ρήμα παθητικό 1 appiatti`rsi 2 livella`rsi ισοπεδώνω ρήμα μεταβατικό 1 livella`re, spiana`re, pareggia`re 2 (fig) livella`re, me`ttere sullo stesso pia`no 3 (fig) ra`dere al suo`lo οι βoμβαρδισμoί ισοπέδωσαν την πόλη == i bombardamenti hanno raso al suolo la città permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |