Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ισότης
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [ισότητα]

ισότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

parità ~f~, uguaglia`nza ~f~ μισθoλoγική ισότητα == parità salariale | φυλετική ισότητα == uguaglianza razziale | μάχονται υπέρ της ισότητας των δύο φύλων == lottano per la parità tra i due sessi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ισοτακτικός ισοτιμία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---