Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εθνοπρεπέστατος [επίθ.] ειδημοσύνη [θηλ.ουσ]
εθνοπρεπέστερος [επίθ.] ειδήμων [επίθ.]
έθνος {έθν-ους |... ειδήμων {ειδήμ-ονο...
εθνόσημο {εθνοσήμ-ο... ειδήσεις [θηλ. ουσ πληθ.]
εθνοσυνέλευση {-ης κ. -ε... ειδησεογραφία {χωρ. πληθ...
εθνοσωτήρας [ουσ αρσ ] ειδησεολογία {χωρ. πληθ...
εθνοσωτήριος [επίθ.] είδηση {-ης κ. -ή...
εθνότητα {-ας κ. (λ... ειδικά [επίρ.]
εθνοφρουρά [θηλ.ουσ] ειδικευμένος [επίθ.]
εθνοφρουρός [ουσ αρσ ] ειδικεύομαι [ρ. παθ.]
εθνοφύλακας [ουσ αρσ ] ειδίκευση {-ης κ. -ε...
εθνοφυλακή [θηλ.ουσ] ειδικεύω {ειδίκευ-σ...
εθνωφελέστατος [επίθ.] ειδικός [επίθ.]
εθνωφελέστερος [επίθ.] ειδικός [ουσ αρσ και θηλ.]
έθος {έθ-ους | ... ειδικότατος [επίθ.]
ει [σύνδ.] ειδικότερος [επίθ.]
έι! [επιφ.] ειδικότητα {-ας κ. (λ...
ειδάλλως [επίρ.] ειδικώτατος [επίθ.]
ειδεμή [σύνδ.] ειδικώτερος [επίθ.]
ειδεμή [επίρ.] ειδοί [θηλ. ουσ πληθ.]
ειδεχθέστατος [επίθ.] ειδοποιημένος [επίθ.]
ειδεχθέστερος [επίθ.] ειδοποίηση {-ης κ. -ή...
ειδεχθής {ειδεχθ-ού... ειδοποιητήριο {ειδοποιητ...
ειδή {χωρ. πληθ... ειδοποιητικός [επίθ.]
ειδήμονας [ουσ αρσ ] ειδοποιός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: