Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βασταγό [ουσ ουδ.] βατράχι {βατραχ-ιο...
βαστάζος [ουσ αρσ ] βατραχομυομαχία [θηλ.ουσ]
βαστάζω {βάστ-αξα ... βατραχοπέδιλα [ουσ ουδ πληθ.]
βάσταμα [ουσ ουδ.] βατραχοπέδιλο [ουσ ουδ.]
βαστάω (βάστ-αξα ... βάτραχος {βατράχ-ου...
βαστιέμαι [ρ. παθ.] βατσιμάνης {βατσιμάνη...
βαστώ {βαστάς...... βατσίνα {χωρ. γεν....
βαστώ {βαστάς...... βατσιναρισμένος [επίθ.]
βατ [ουσ ουδ.] βάτσινο [ουσ ουδ.]
βάτα {δύσχρ. βα... βατταρίζω {βαττάρισα...
βατεμένος [επίθ.] βαττάρισμα [ουσ ουδ.]
βατεύω {βάτευ-σα,... βατταρισμός [ουσ αρσ ]
βατήρας [ουσ αρσ ] βαττολογία [θηλ.ουσ]
Βατικανό [nome pr. nt.] βαττολόγος [επίθ.]
βατίστα {δύσχρ. βα... βαττολογώ {βαττολογε...
βάτο [ουσ ουδ.] βατώτατος [επίθ.]
βατόμετρο {βατομέτρ-... βατώτερος [επίθ.]
βατομουριά [θηλ.ουσ] Βαυαρή [θηλ.ουσ]
βατόμουρο [ουσ ουδ.] βαυαρικός [επίθ.]
βάτος [θηλ.ουσ] βαυαρός [ουσ αρσ ]
βατός [επίθ.] βαυκαλίζομαι [ρ. παθ.]
βατότατος [επίθ.] βαυκαλίζω {βαυκάλισ-...
βατότερος [επίθ.] βαυκαλισμένος [επίθ.]
βατότητα [θηλ.ουσ] βαυκαλώ [-άς, -ά]
βατραχάνθρωπος {βατραχανθ... βαφέας {βαφ-είς, ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: