Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαστάζω
ρήμα μεταβατικό re`ggere; tene`re; sorre`ggere δύο άτομα βάσταζαν τον μεθυσμένο==due persone sorreggevano l'ubriaco | μου βαστάζεις λίγο τη βαλίτσα;==mi reggi un po' la valigia? permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |