Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαστάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [βαστώ]

βαστιέμαι
ρήμα παθητικό

mantene`rsi

βαστώ  
ρήμα μεταβατικό

1 tene`re έφθασε βαστώντας ένα μπουκάλι==è arrivato tenendo in mano una bottiglia | βάστα γερά το σκοινί==tieni forte la corda!
2 tene`re; ave`re con sé δεν βαστώ ψιλά==non tengo spiccioli
3 re`ggere; sorre`ggere βάστα με, γιατί ζαλίζομαι==reggimi, sorreggimi, perché mi gira la testa
4 ((figurato)) diri`gere; gesti`re βαστάει μόνος τον όλη την επιχείρηση==dirige da solo l'intera ditta

βαστώ
ρήμα αμετάβατο

1 re`ggere; resi`stere; tene`re duro το κάθισμα δεν βάσταξε κάτω από το βάρος του==sotto il suo peso, la sedia non resse | βάστα γερά!==coraggio, tieni duro!
2 mantene`rsi; conserva`rsi βαστάει καλά για την ηλικία του==malgrado l'età, si mantiene bene
3 διαρκώ dura`re οι μόδες δε βαστάνε πολύ==le mode non durano a lungo
4 disce`ndere βαστάει από αρχοντική γενιά==discende da una famiglia nobile+++αν του βαστάει==se ne ha il coraggio | ας μου το πει κατάμουτρα, αν τον βαστάει==che me lo dica in faccia, se ne ha il coraggio!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βάσταμα βατ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---