Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβαστάζος
ουσιαστικό αρσενικό portato`re ~m~ χρησιμοποίησαν ιθαγενείς για βαστάζους==hanno impiegato degli indigeni come portatori permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |