Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βατταρισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 balbettame`nto ~m~
2 balbetti`o ~m~
3 blesità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαττάρισμα βαττολογία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---