Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ασβεστόνερο [ουσ ουδ.] ασεβής [επίθ.]
ασβεστόπετρα {δύσχρ. ασ... άσεβος [επίθ.]
ασβεστοποίηση [θηλ.ουσ] ασεβώ {ασεβείς.....
ασβεστοποιούμαι [ρ. παθ.] ασεβώς [επίρ.]
ασβεστοποιώ [ρ. μτβ.] ασεισμικός [επίθ.]
ασβεστούχος [επίθ.] άσειστος [επίθ.]
ασβεστόχρισμα [ουσ ουδ.] ασέλγεια {ασελγειών...
ασβεστοχρισμένος [επίθ.] ασελγής {ασελγ-ούς...
ασβεστόχρωμα [ουσ ουδ.] ασελγώ {ασελγείς....
ασβεστοχρωματίζω [ρ.αμτβ.] ασέληνος [επίθ.]
ασβεστόχτιστος [επίθ.] άσεμνος [επίθ.]
ασβεστώδης {ασβεστώδ-... ασεξουαλικός [επίθ.]
ασβέστωμα [ουσ ουδ.] ασερνικός [επίθ.]
ασβεστωμένος [επίθ.] ασετιλίνη [θηλ.ουσ]
ασβεστώνω {ασβέστω-σ... ασετόν [ουσ ουδ.]
ασβέστωση [θηλ.ουσ] ασετόνη [ουσ ουδ.]
άσβηστος [επίθ.] ασετυλίνα [θηλ.ουσ]
ασβολερός [επίθ.] ασετυλίνη {χωρ. πληθ...
ασβόλη {χωρ. πληθ... ασήκωτος [επίθ.]
ασβολοκόπητος [επίθ.] ασημαντολόγος [επίθ.]
ασβός [ουσ αρσ ] ασήμαντος [επίθ.]
άσε! [επιφ.] ασημαντότητα [θηλ.ουσ]
ασέβεια {ασεβειών} ασημείωτος [επίθ.]
ασεβέστατος [επίθ.] ασημένιος [επίθ.]
ασεβέστερος [επίθ.] ασήμι {ασημ-ιού ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: