Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασετιλίνη
ουσιαστικό θηλυκό chimica acetile`ne ~m~ ασετυλίνη ουσιαστικό θηλυκό variante di [ασετιλίνη ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |