Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασελγώ  
ρήμα αμετάβατο

1 e`ssere lasci`vo; dissolu`to
2 comme`ttere atti libidino`si ασέλγησε σε ανήλικο==commise atti libidinosi con un minorenne

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασελγής ασέληνος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---