Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασέλγεια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 lasci`via ~f~; licenziosità ~f~; dissolute`zza ~f~
2 lussu`ria ~f~; libi`dine ~f~; atto ~m~ libidino`so παρά φύσιν ασέλγεια==atto sessuale contro natura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άσειστος ασελγής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---