Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακετόνη
ουσιαστικό θηλυκό

lo stesso che [ασετόν ^-, το^]

ασετόν  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 chimica acetone ~m~
2 cosmetica solve`nte ~m~ per u`nghie

ασετόνη
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [ασετόν ^-, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακετοναιμία ακετονουρία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---