Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασβέστωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 imbiancatu`ra ~f~; il ti`ngere a calce
2 il calcina`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασβεστώδης ασβεστωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---