Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασβεστόχρισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 bianche`tto
2 imbiaccatu`ra ~f~
3 bia`nco ~f~ di calce

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασβεστούχος ασβεστοχρισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---