Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

επιστέγαση [θηλ.ουσ] επιστόμιο {επιστομί-...
επιστέγασμα {επιστεγάσ... επιστρατεύομαι [ρ. παθ.]
επιστέφω {επέστεψα,... επιστράτευση {-ης κ. -ε...
επιστήθιος [επίθ.] επιστρατεύω {επιστράτε...
επιστήμη {επιστημών... επιστρεπτέος [επίθ.]
επιστημολογία [θηλ.ουσ] επιστρεπτός [επίθ.]
επιστημολογικός [επίθ.] επιστρέφομαι αόρ. επέστ...
επιστήμονας {θηλ. επισ... επιστρεφόμενος [επίθ.]
επιστημονικά [επίρ.] επιστρέφω {επέστρεψα...
επιστημονικός [επίθ.] επιστρέφω {επέστρεψα...
επιστημονικότατος [επίθ.] επιστρέφων [επίθ.]
επιστημονικότερος [επίθ.] επιστροφή [θηλ.ουσ]
επιστημονικότητα [θηλ.ουσ] επίστρωμα {επιστρώμ-...
επιστημονικώτατος [επίθ.] επιστρώνομαι [ρ. παθ.]
επιστημονικώτερος [επίθ.] επιστρώνω {επίστρω-σ...
επιστημονισμός [ουσ αρσ ] επίστρωση {-ης κ. -ώ...
επιστημόνισσα [θηλ.ουσ] επιστύλιο {επιστυλί-...
επιστημοσύνη {χωρ. πληθ... επισυμβαίνω {επισυνέβη...
επιστητό {χωρ. πληθ... επισυνάπτομαι (> συνάπτω...
επιστολές [θηλ. ουσ πληθ.] επισυναπτόμενος [επίθ.]
επιστολή [θηλ.ουσ] επισυνάπτω {επισυν-ήψ...
επιστολικός [επίθ.] επισύναψη [θηλ.ουσ]
επιστολογραφία {επιστολογ... επισύρομαι αόρ. επέσυ...
επιστολογράφος [ουσ αρσ και θηλ.] επισύρω αόρ. επέσυ...
επιστολόχαρτο [ουσ ουδ.] επισφαλέστατος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: