Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιστρατεύομαι
ρήμα παθητικό chiama`re sotto le armi επιστρατεύω ρήμα μεταβατικό 1 militare precetta`re, mobilita`re 2 precetta`re η κυβέρνηση επιστράτευσε τούς πιλότους == il governo ha precettato i piloti 3 ((figurato)) mobilita`re, chiama`re a racco`lta επιστρατεύω όλες μoυ τις δυνάμεις == chiamare a raccolta / mobilitare tutte le proprie forze permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |