Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αβάφτιγος [επίθ.] αβελτηρία {αβελτηριώ...
αβάφτιστος [επίθ.] αβέρτα [επίρ.]
άβαφτος [επίθ.] αβέρτος [επίθ.]
αββάς {αββάδες},... αβερτοσύνη [θηλ.ουσ]
άβγαλτος [επίθ.] Αβησσυνή [θηλ.ουσ]
αβγατίζω {αβγάτισ-α... Αβησσυνός [ουσ αρσ ]
αβγατίζω {αβγάτισ-α... αβίαστα [επίρ.]
αβγατισμένος [μτχ. αορ.] αβίαστος [επίθ.]
αβγατώ [ρ. μτβ. και αμετβ.] αβίδωτος [επίθ.]
αβγό [ουσ ουδ.] αβιογένεση {-ης κ. -έ...
αβγοειδής {αβγοειδ-ο... άβιος [επίθ.]
αβγοθήκη {αβγοθηκών... αβιταμίνωση {-ης κ. -ώ...
αβγολέμονο [ουσ ουδ.] αβιτζής [ουσ αρσ ]
αβγοτάραχο {χωρ. πληθ... αβίωτος [επίθ.]
αβγουλάτος [επίθ.] αβλαβέστατος [επίθ.]
αβγουλιέρα {δύσχρ. αβ... αβλαβέστερος [επίθ.]
αβδέλλα [θηλ.ουσ] αβλαβής {αβλαβ-ούς...
αβδηριτικός [επίθ.] άβλαβος [επίθ.]
αβδηριτισμός [ουσ αρσ ] αβλάστητος [επίθ.]
αβδηρίτισσα {αβδηριτισ... αβλέπτημα {αβλεπτημ-...
αβέβαιος [επίθ.] αβλεπτώ [-είς, -εί...
αβεβαιότητα [θηλ.ουσ] αβλεψία {αβλεψιών}
αβεβαίωτος [επίθ.] αβόγγιστα [επίρ.]
αβεβήλωτος [επίθ.] αβοήθητος [επίθ.]
αβέλτερος [επίθ.] αβόιστα [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: