Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαβλαβέστατος
επίθετο superlativo di [αβλαβής] αβλαβέστερος επίθετο comparativo di [αβλαβής] αβλαβής επίθετο 1 ανέγγιστος inde`nne; inco`lume; ille`so επέστρεψε σώος κι αβλαβής==è tornato sano e salvo 2 ακίνδυνος inno`cuo; che non fa male permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |