Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαβεβαιότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 incerte`zza ~f~; insicure`zza ~f~ 2 irresolute`zza ~f~; ambiguità ~f~ τον κρατούσε σε αβεβαιότητα==lo teneva nell'incertezza | αυτή η βεβαιότητα σε σκοτώνει==questa incertezza mi uccide 3 instabilità ~f~; insicure`zza ~f~; precarietà ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |