Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αβησσυνή
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Αβησσυνός ^-ού, ο^]
2 abissi`na ~f~; abita`nte ~f~ dell'Abissi`nia

Αβησσυνός  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~m~ dell'Abissi`nia; abissi`no ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αβερτοσύνη αβίαστα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---