Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τρένο [ουσ ουδ.] τριακόσια [ουσ ουδ.]
Τρέντο [ουσ ουδ.] τριακόσιοι {τριακοσίω...
τρέξιμο {τρεξίμ-ατ... τριακοσιοστός [επίθ.]
τρέπω {έτρεψα, τ... τριακοστός [επίθ.]
τρέφομαι αόρ. έθρεψ... τριανδρία {τριανδριώ...
τρέφω {έθρεψα, τ... τριανδρικός [επίθ.]
τρέφων [ουσ αρσ ] τριάντα [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
τρεχάλα {χωρ. γεν.... τριάντα {άκλ.}
τρεχαλητό [ουσ ουδ.] τριανταριά {χωρ. πληθ...
τρεχάτος [επίθ.] τριανταφυλλένιος [επίθ.]
τρέχοντας [επίρ.] τριανταφυλλής [επίθ.]
τρεχούμενος [επίθ.] τριανταφυλλιά [θηλ.ουσ]
τρέχω {έτρεξα} (... τριαντάφυλλο [ουσ ουδ.]
τρέχων {τρέχ-οντο... τριαρχία {τριαρχιών...
τρήμα {τρήμ-ατος... Τριάσιος [επίθ.]
τρηματοφόρα [ουσ ουδ πληθ.] τριατομικός [επίθ.]
τρηματοφόρο [ουσ ουδ.] τριβαδισμός [ουσ αρσ ]
τρήσις [θηλ.ουσ] τριβάλβιδος [επίθ.]
τρία [ απόλ. αριθμ. επίθ.] τριβασικός [επίθ.]
τριάδα [θηλ.ουσ] τριβέας {τριβ-είς,...
τριαδικός [επίθ.] τριβέλι {τριβελ-ιο...
Τριαδισμός [ουσ αρσ ] τριβελίζω {τριβέλισα...
τρίαινα {τριαινών} τριβέλισμα [ουσ ουδ.]
τριακονταετής [επίθ.] τριβή [θηλ.ουσ]
τριακονταετία [θηλ.ουσ] τριβόλι {τριβολ-ιο...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: