Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τρέξιμο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 corsa
2 [ροή] flusso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Τρέντο τρέπω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τρέξιμο μετ' εμποδίων = corsa [θηλ.] a ostacoli


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---