Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τρέχω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 correre, fare una corsa
2 [υγρά] scorrere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τρεχούμενος τρέχων  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τι τρέχει; = che succede?


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---