Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τρενάρω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 impedire
2 prorogare (vt)
3 ritardare (vt)
4 tardare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τρέμων τρένο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---