Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικότρένο
ουσιαστικό ουδέτερο treno permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο διαμέρισμα τρένου = scompartimento [αρσ.] || το απευθείας τρένο = treno [αρσ.] diretto || το φορτηγό τρένο = treno [αρσ.] merci Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |