Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τρέφω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

nutrire, alimentare, far crescere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τρέφομαι τρέφων  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


μην τρέφεις αυταπάτες = sei un illuso!


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---