Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τριβέλισμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 foratura
2 infilzamento
3 molestia
4 perforamento
5 perforazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τριβελίζω τριβή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---