Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τριβελίζω
ρήμα μεταβατικό

1 importunare
2 infilare
3 infilzare
4 molestare (vt)
5 perforare (vt)
6 trivellare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τριβέλι τριβέλισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---