Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τριγμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 crepito
2 cric
3 dirugginio
4 scoppiettamento
5 scricchiolamento
6 scricchiolio
7 stridio
8 strido
9 stridore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τριγλώχιν τριγραμμικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---