Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τριγυρίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 attorniare
2 errare
3 girandolare
4 indugiare
5 indugiarsi
6 pellegrinare (vt)
7 peregrinare (vt)
8 scorrazzare (vi)
9 vagabondare
10 vagare
11 vagolare
12 andare girandoloni
13 andare in giro
14 aggirarsi in un luogo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τριγραμμικός τριγυρινός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---