Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σφραγίδα [θηλ.ουσ] σφυρηλατημένος [επίθ.]
σφραγιδόλιθος {σφραγιδολ... σφυρηλάτηση [θηλ.ουσ]
σφραγιδοφύλακας {σφραγιδοφ... σφυρηλατήσιμος [επίθ.]
σφραγίζω {σφράγισ-α... σφυρήλατος [επίθ.]
σφράγιση {-ης κ. -ί... σφυρηλατούμαι [ρ.]
σφράγισμα {σφραγίσμ-... σφυρηλατώ {σφυρηλατε...
σφραγισμένος [επίθ.] σφυρηλατών [επίθ.]
σφριγηλά [επίρ.] σφυρί {σφυρ-ιού ...
σφριγηλός [επίθ.] σφυριά [θηλ.ουσ]
σφριγηλότητα [θηλ.ουσ] σφύριγμα {σφυρίγμ-α...
σφρίγος [ουσ ουδ.] σφυρίγματα [ουσ ουδ πληθ.]
σφυγμικός [επίθ.] σφυρίζω {σφύρι-ξα,...
σφυγμογράφημα [ουσ ουδ.] σφυρίζων [ουσ αρσ ]
σφυγμογραφία [θηλ.ουσ] σφυρικτός [επίθ.]
σφυγμογράφος [ουσ αρσ ] σφυριχτάρι [ουσ ουδ.]
σφυγμομανόμετρο {σφυγμομαν... σφυρίχτρα {σφυρίχτρω...
σφυγμομέτρηση {-ης κ. -ή... σφυροβόλος [ουσ αρσ ]
σφυγμόμετρο {σφυγμομέτ... σφυροδρέπανο [ουσ ουδ.]
σφυγμός [ουσ αρσ ] σφυροκόπημα [ουσ ουδ.]
σφύζω {μόνο σε ε... σφυροκοπημένος [επίθ.]
σφύζων [επίθ.] σφυροκοπώ [-άς, -ά] ...
σφύξη [θηλ.ουσ] σφυροκοπών [επίθ.]
σφύρα {σφυρών} σχάρα {χωρ. γεν....
σφυράκι [ουσ ουδ.] σχάση [θηλ.ουσ]
σφυρηλασία {σφυρηλασι... σχάσιμος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: