Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σφυροκοπώ
ρήμα μεταβατικό

1 battere
2 conficcare
3 ficcare
4 martellare (vt vi)
5 smartellare (vt)
6 battere col martello
7 picchiare con il martello

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σφυροκοπημένος σφυροκοπών  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---