Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σχάρα
ουσιαστικό θηλυκό

1 grata
2 graticola
3 griglia
4 inferriata
5 mascherina

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σφυροκοπών σχάση  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


στη σχάρα, της σκάρας = alla griglia || το ψάρι στη σχάρα = pesce [αρσ.] alla griglia


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---