Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σφυρήλατος
επίθετο

1 forgiabile
2 lavorato
3 martellato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σφυρηλατήσιμος σφυρηλατούμαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο σφυρήλατος σίδηρος = ferro [αρσ.] battuto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---