Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σφυρηλάτηση
ουσιαστικό θηλυκό

1 forgiatura
2 malleabilizzazione
3 martellamento
4 martellatura
5 massellatura
6 incrudimento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σφυρηλατημένος σφυρηλατήσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---