Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σφυρηλατώ
ρήμα μεταβατικό

1 conficcare
2 forgiare
3 incrudire
4 malleabilizzare (vt)
5 martellare (vt vi)
6 massellare (vt)
7 stendere (vt)
8 martellare a penna

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σφυρηλατούμαι σφυρηλατών  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---