Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στρεβλά [επίρ.] στρίβε! [επιφ.]
στρεβλός [επίθ.] στρίβω {έστριψα, ...
στρεβλότητα [θηλ.ουσ] στρίγκλα [θηλ.ουσ]
στρεβλωμένος [επίθ.] στριγκλιά [θηλ.ουσ]
στρεβλώνω {στρέβλω-σ... στριγκλίζω (στρίγκλισ...
στρέβλωση {-ης κ. -ώ... στρίγκλισμα [ουσ ουδ.]
στρείδι {στρειδ-ιο... στρίγκλος [ουσ αρσ ]
στρειδοκαλλιέργεια [θηλ.ουσ] στριγκός [επίθ.]
στρεπτικός [επίθ.] στριμμένα [επίρ.]
στρεπτοκοκκαιμία [θηλ.ουσ] στριμμένος [επίθ.]
στρεπτοκοκκίαση {-ης κ. -ά... στρίμωγμα [ουσ ουδ.]
στρεπτόκοκκος [ουσ αρσ ] στριμωγμένος [επίθ.]
στρεπτομυκίνη {στρεπτομυ... στριμωξίδι [ουσ ουδ.]
στρεπτός [επίθ.] στριμώχνομαι [ρ.]
στρεπτότητα [θηλ.ουσ] στριμώχνω (στρίμ-ωξα...
στρες [ουσ ουδ.] στριμωχτός [επίθ.]
στρεσάρισμα [ουσ ουδ.] στριπτίζ [ουσ ουδ.]
στρεσαρισμένος [επίθ.] στριπτιζέζ [θηλ.ουσ]
στρεσάρω {στρεσάρισ... στριφογυρίζω {στριφογύρ...
στρέφομαι παθ. αόρ. ... στριφογύρισμα [ουσ ουδ.]
στρεφόμενος [επίθ.] στριφογυριστός [επίθ.]
στρέφω {έστρεψα, ... στριφογυρνώ (μόνο στο ...
στρέψη {-ης κ. -ε... στριφτός [επίθ.]
στρεψοδίκης [ουσ αρσ ] στρίφωμα {στριφώμ-α...
στρεψοδικία {στρεψοδικ... στριφωμένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: