Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στρίγκλισμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 gridio
2 grido
3 squittio
4 stridio
5 strido
6 stridore
7 strillata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στριγκλίζω στρίγκλος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---