Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στριμώχνομαι
ρήμα

1 accalcarsi
2 accavallarsi
3 affollarsi
4 ammassarsi
5 gremirsi
6 insaccarsi
7 pigiare (vi)
8 pigiarsi (vrifl)
9 stiparsi (vrifl)
10 stringersi (vrifl)
11 tilt
12 andare in tilt

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στριμωξίδι στριμώχνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---