Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στριφογυρίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 attorcere
2 attorcersi
3 attorcigliare
4 attorcigliarsi
5 cascare
6 contorcersi
7 dimenare
8 girare
9 mulinare (vt)
10 rivolgere (vt)
11 rivoltarsi (vrifl)
12 rotare (vt)
13 storcersi (vrifl)
14 voltarsi
15 volteggiare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στριπτιζέζ στριφογύρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---