Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στροβιλίζω
ρήμα μεταβατικό

1 discendere
2 girare
3 mulinare (vt)
4 prillare (vt)
5 rotare (vt)
6 turbinare
7 vorticare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στροβιλιζόμενος στροβίλισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---