Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στριφογύρισμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 dimenio
2 giramento
3 giro
4 ringorgamento
5 storcimento
6 turbinio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στριφογυρίζω στριφογυριστός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---