Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στρίβω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 [συστρέφω] torcere
2 [τιμόνι] sterzare
3 [intransitivo] svoltare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στρίβε! στρίγκλα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


στρίβω δεξιά = voltare a destra


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---