Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόστρίβω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 [συστρέφω] torcere 2 [τιμόνι] sterzare 3 [intransitivo] svoltare permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαστρίβω δεξιά = voltare a destra Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |