Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
στρέφομαι
ρήμα παθητικό
gir
a
rsi
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< στρεσάρω
στρεφόμενος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
στρεπτότητα
[θηλ.ουσ]
στρες
[ουσ ουδ.]
στρεσάρισμα
[ουσ ουδ.]
στρεσαρισμένος
[επίθ.]
στρεσάρω
{στρεσάρισ...
στρέφομαι
παθ. αόρ. ...
στρεφόμενος
[επίθ.]
στρέφω
{έστρεψα, ...
στρέψη
{-ης κ. -ε...
στρεψοδίκης
[ουσ αρσ ]
στρεψοδικία
{στρεψοδικ...
στρίβε!
[επιφ.]
στρίβω
{έστριψα, ...
στρίγκλα
[θηλ.ουσ]
στριγκλιά
[θηλ.ουσ]
στριγκλίζω
(στρίγκλισ...
στρίγκλισμα
[ουσ ουδ.]
στρίγκλος
[ουσ αρσ ]
στριγκός
[επίθ.]
στριμμένα
[επίρ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis