Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στοίβαγμα [ουσ ουδ.] στόκος {χωρ. πληθ...
στοιβαγμένος [επίθ.] στόλαρχος {στολάρχ-ο...
στοιβάζομαι [ρ. παθ.] στολή [θηλ.ουσ]
στοιβάζω {στοίβα-ξα... στολίδι {στολιδ-ιο...
στοιβαχτός [επίθ.] στολίδωση {-ης κ. -ώ...
στοιχεία [ουσ ουδ πληθ.] στολίζομαι [ρ. παθ.]
στοιχείο [ουσ ουδ.] στολίζω {στόλισ-α,...
στοιχειό [ουσ ουδ.] στολίσκος [ουσ αρσ ]
στοιχειοθεσία [θηλ.ουσ] στόλισμα {στολίσμ-α...
στοιχειοθέτης [ουσ αρσ ] στολισμένος [επίθ.]
στοιχειοθετώ [-είς, -εί... στολισμός [ουσ αρσ ]
στοιχειομετρία {χωρ. πληθ... στόλος [ουσ αρσ ]
στοιχειομετρικός [επίθ.] στόμα {στόμ-ατος...
στοιχειώδης {στοιχειώδ... στοματίδιο [ουσ ουδ.]
στοιχειωμένος [επίθ.] στοματικός [επίθ.]
στοίχημα {στοιχήμ-α... στομάτιο [ουσ ουδ.]
στοιχηματίζω {στοιχημάτ... στοματίτιδα {χωρ. γεν....
στοιχίζω {στοίχισα}... στοματοδιαστολέας [ουσ αρσ ]
στοίχος [ουσ αρσ ] στοματολογία {χωρ. πληθ...
στοιχώ (εύχρ. συν... στοματολογικός [επίθ.]
στοκ [ουσ ουδ.] στοματολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
στοκάρισμα [ουσ ουδ.] στοματοφάρυγγας [ουσ αρσ ]
στοκαρισμένος [επίθ.] στομάχι {στομαχ-ιο...
στοκάρω {στόκαρ-α ... στομαχικός [επίθ.]
στόκολο [ουσ ουδ.] στόμαχος {στομάχ-ου...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: