Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στολισμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 abbellimento
2 abbellitura
3 addobbamento
4 addobbo
5 adornamento
6 agghindamento
7 decorazione
8 fregio
9 ornamentazione
10 ornamento
11 ornatura
12 paramento
13 paratura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στολισμένος στόλος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---