Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στολίζομαι
ρήμα παθητικό

1 abbellirsi
2 acconciarsi
3 addobbarsi
4 adornarsi
5 azzimarsi
6 fregiarsi
7 lisciarsi
8 ornarsi (vrifl)
9 pararsi (vrifl)
10 ripicchiarsi (vrifl)
11 farsi bello
12 leccarsi le ferite
13 rinfronzolirsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στολίδωση στολίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---